Επειδή όλο αυτό το διάστημα βρίσκομαι στο μετέωρο βήμα του πελαργού και μόλις τώρα με έπιασε η ακατανίκητη παρόρμηση ότι πρέπει να γράψω κάτι, βρήκα αυτή την ιστορία που την αναπροσαρμόζω κατάλληλα γι' αυτόν το χώρο.
Αφορά ένα κοριτσάκι με μια έλλειψη αίσθησης και πως θυμάται να βίωνε τον κόσμο μέσα από τα μάτια της....
Όταν ήμουν μικρή, θα 'πρεπε να με λένε: "Μάτια που παρατηρούνε." Αυτό ήμουν μόνο. Μάτια. Δεν είχα σώμα, δεν είχα υπόσταση, δεν το αισθανόμουν. Ήμουν σαν αόρατος παρατηρητής που κοιτούσε σαν να επέβλεπε αμέτοχος από κάπου. Και σ' αυτό συνέβαλλε όχι μόνο η έλλειψη ακοής, αλλά ότι σπάνια απευθύνονταν σε μένα προσωπικά.
Σπάνια σαν να με 'βλεπαν, σπάνια σαν να νοιάζονταν ακριβώς τι κάνω ή τι γνώμη έχω. Σπάνια καταλάβαινα κι εγώ πότε απευθύνονταν σε μένα, ή μιλούσαν για μένα. Έπρεπε να γίνει καταπρόσωπο. Κι εύκολα με ξεχνούσαν. Απ' έξω φαινόταν μια σοβαρότητα, λιγομηλισία και μάτια που παρατηρούσαν από την ηλικία των 3 χρονών που άρχιζε τότε να θυμάται τον κόσμο...ούτε που καν φανταζόντουσαν, ποσώς ήταν πιο δύσκολο να μαντέψουν τις μύχιες σκέψεις ή αισθήματα που περνούσαν από το μυαλό ενός τρίχρονου παιδιού, ειδικά όταν δεν βγαίνανε προς τα έξω.
Έλεγε στον πατέρα της ότι ανακάλυψε ότι οι μεγάλοι είχαν δικό τους τρόπο επικοινωνίας! Πώς; Σαν ανοιγοκλείσιμο στόματος και βαβούρα που έβγαινε από αυτό. Ένας θόρυβος. Κι όμως επικοινωνούσαν μ' αυτό!
Ο έκπληκτος πατέρας είπε πως δεν ήταν έτσι. Κι η μικρή παραξενεύτηκε. Αλλά δεν ένιωθε απογοήτευση ή κάτι αρνητικό. Αντίθετα πίστευε πως όταν μεγάλωνε, θα μάθαινε τον δικό τους τρόπο επικοινωνίας. Θα επικοινωνούσε κι αυτή μαζί τους έτσι. Όσο κι αν ακατανόητο μπορεί να της φαινόταν.
Ήταν και τα μάτια αυτά, μεγάλα, ο ωκεανός των δικών της σκέψεων και συναισθημάτων, της δικιάς της επικοινωνίας και γνώσης ή απόκτηση αυτής, που δεν ήξερε, ακόμη και τότε, πως το έκαναν ακόμη πιο άβολο να της απευθυνθούν. Σαν να νιώθανε μάτια να τους παρατηρούνε, βαθιά, περισσότερα από δύο.
Κι η μικρή δύσκολα πίστευε πως είχε υπόσταση πέρα από τα δυο της βασικά μάτια. Σπάνια κοιτούσε τον εαυτό της σε καθρέφτη. Κι όταν παρατηρούσε τα χέρια της, κάποια άκρα που συνδέονταν με το σώμα της τα κοιτούσε με κάποια περιέργεια που βρίσκονταν εκεί. Για ποιο λόγο άλλωστε. ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΒΛΕΠΕ. Δεν ήξερε καν πως ήταν. Ήταν κάτι αλλά όχι ακριβώς αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη.
Κι ήρθε μια μέρα που αρνήθηκε να βάλει παντελόνι παρόλο που έβρεχε έξω όπως της λέγανε ο παππούς κι η γιαγιά. ΗΘΕΛΕ να μείνει με τη φούστα που ήδη φορούσε. Σαν να ήταν η πρώτη φορά που επιτέλους ήταν κάτι που ήθελε να φορέσει, να βάλει πάνω της, σαν να διάλεγε σώμα, υπόσταση. Και καμιά βροχή δεν ήταν σημαντικότερη από αυτό. Ίσως τότε ήταν το πρώτο πείσμα. Η πρώτη επιθυμία που θυμόταν. Η πρώτη φανερή έκφραση θελήσεως.
Υπήρχε και το άλλο περιστατικό, πιο μεγάλη σε ηλικία. Αλλά δεν θυμόταν αν ήταν 3 ή 6 χρονών πια. Έπαιζε με τα ξαδερφάκια της. Στο σπίτι, στο μέρος που είχε συνηθίσει ότι έμενε πια εκεί. Κι έπαιζαν ένα παιχνίδι με τα ζώα. Έκανε το λιοντάρι. Όχι ακριβώς το έκανε, ήταν η ίδια λιοντάρι. Άγριο, με μαλλιαρή χαίτη αλλά όχι κακό. Έτοιμο να βγάλει ουρλιαχτά. Ήταν τρομερά εύκολο να γίνει λιοντάρι, μεταμορφωνόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήξερε πως είχε κάποιο όνομα αλλά δεν το είχε συνηθίσει, αφού σπάνια θα άκουγε να τη φωνάζουν μ' αυτό, ακόμα κι αν τη φώναζαν.
Έβγαλε κάτι μούρλια κραυγές λιονταριού, φοβερές κι όρμησε να τους κυνηγήσει. Έσκυψε το κεφάλι κι έπεσε με φόρα πάνω τους ώστε να τους έκανε να τραπούν σε φυγή λες και ήταν το πιο χαρούμενο πράγμα στον κόσμο. Αν και τα λιοντάρια γνώριζαν καλά την περιοχή που κυνηγούσαν, εκείνη δεν ήξερε το σπίτι όπου "έμενε". Κι έπεσε κατευθείαν πάνω στη γωνία του δοκαριού της πόρτας , ανοίγοντας μ' αυτόν τον τρόπο όμορφα, όχι κάποια πόρτα, αλλά το κεφάλι της.
Την πήγαν στο νοσοκομείο κατευθείαν. Κι εκεί άγνωστοι άνθρωποι που δεν είχε ξαναδεί και δεν ήξερε για ποιο λόγο βρίσκονταν από πάνω της, την πήγαν αμέσως σε ένα κρεβάτι. Το τραύμα ήταν στο μέτωπο, όπου βρισκόταν το φρύδι κι έτσι δεν μπορούσε να δει τι ακριβώς γινόταν εκεί. Ή τι θα έκαναν εκεί. Χρειαζόταν γρήγορα ράμματα για να μην τρέχει άλλο το αίμα που εκείνη δεν ένιωθε, ούτε έβλεπε.
ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ. Και δεν της είπε κανείς τίποτα. Ούτε της απευθύνθηκαν.
Δεν πονούσε, αλλά κάτι κάνανε σε εκείνη. Στο άτομο. Το ένιωθε πως κάνανε κάτι, ακόμα κι αν δεν το 'βλεπε. Δεν το ένιωθε καλό. Γιατί το κάνανε σε κείνη. Σ' αυτό που ήταν. Σ' αυτό που είχε.
Χτυπιόταν. Δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα. Οι άλλοι ίσως νόμισαν πως το έκανε επειδή πονούσε. Έξι άτομα αναγκάστηκαν να την κρατήσουν σταθερά για να γίνει η επέμβαση. Κι ας χτυπιόταν και φώναζε με όλη τη δύναμη. Έβλεπε να κρατάνε τα ροζ ποδαράκια της, τα καλυμμένα με το αγαπημένο της καλσόν, αυτό το ροζ με τις καρδούλες.
Δεν θυμόταν καν ότι οι γονείς της ήταν κι αυτοί εκεί. Γιατί όλοι της ήταν ξένοι. Όλοι ανεξαιρέτως. Κανείς δεν σκέφτηκε να της πει τι θα έκαναν. Ή σκέφτηκαν πως ήταν καλύτερο να μη ξέρει. Δεν ήταν πόνος, ούτε τρόμος αλλά η μη κατανόηση της κατάστασης. Κι ο θυμός. Με ποιο δικαίωμα της έκαναν κάτι ενώ δεν ήθελε. Τα ουρλιαχτά και οι φωνές της είχαν ακουστεί σε όλο το χώρο. Και δεν σταμάτησε να χτυπιέται μέχρι τέλους. Όταν σταμάτησαν τελικά, ένιωθε ακόμα πιο παράξενα. Την άφησαν ξαφνικά και ησύχασε κι αυτή, αλλά είχε ακόμα πιο πολλές απορίες από πριν. Κανείς δεν της έλεγε και ποιον να ρωτούσε. Οι απορίες της ήταν δικές της, όχι δικές τους. Το σκισμένο καλσονάκι έμεινε να θυμίζει την ιστορία. Γιατί το μόνο για το οποίο στενοχωρούσε από όλο αυτό, ήταν που δεν μπορούσε να το ξαναβάλει. Με λύπη το άφησε αλλά δεν τη στενοχώρησε πολύ. Είχε αντέξει άλλωστε, το πέρασε κι αυτό. Είχε επιβεβαιώσει και την ύπαρξή της....
Veni, vidi, vici
Πριν από 4 χρόνια